ψευδοδιδακτώ

ψευδοδιδακτώ
-έω, ΜΑ
παθ. ψευδοδιδακτοῡμαι, -έομαι
διδάσκομαι ως αλήθεια χωρίς να είμαι, παρέχομαι ως αληθινή γνώση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + -διδακτῶ, -οῦμαι (< -διδακτός < διδάσκω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”